- τινάζω
- τινάσσω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. τινάσσω Ν1. κινώ κάτι με μεγάλη δύναμη, κλονίζω, τραντάζω (α. «νεραντζούλα φουντωμένη, πού 'ναι τ' άνθη σου, φύσηξε βοριάς κι αέρας και τά τίναξε», δημ. τραγούδιβ. «αὐτὰρ ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν ἀπειρεσίην», Ομ. Ιλ.)2. προκαλώ την πτώση καρπών από τα δένδρα με δυνατό κούνημα τών κλαδιών τους («τινάζω τις ελιές»)3. μέσ. τινάζομαι και τινάσσομαιαναπηδώ από τη θέση μου υπό την επίδραση ενός βίαιου, ξαφνικού ή έντονου συναισθήματος, όπως έκπληξης, φόβου ή χαράςνεοελλ.1. χτυπώ ή κουνώ ρούχα, χαλιά ή κλινοσκεπάσματα με δύναμη για να τά απαλλάξω από τη σκόνη ή από σκουπίδια, ξεσκονίζω (α. «τίναξε καλά τις κουβέρτες» β. «τινάζω τα ψίχουλα από το τραπεζομάντιλο»)2. ρίχνω κάτι με ορμή, εκσφενδονίζω («τού τίναξε την καρέκλα στο κεφάλι»)3. μτφ. απομακρύνω («τ' αυγινό δροσόπαγο τινάζει / τού ύπνου τ' αποκάρωμα», Γρυπ.)4. τεντώνω με δύναμη ή επανειλημμένα τα χέρια ή τα πόδια5. φρ. α) «τινάζω στον αέρα»i) (κυριολ.) επιφέρω ολοκληρωτική καταστροφή με δυναμική ενέργεια, ανατινάζω- ii) μτφ. διαλύω ή καταστρέφω κάτι, λ.χ. μια εμπορική επιχείρηση, με τα σφάλματα που κάνω8) «τινάζω τα μυαλά μου στον αέρα» — αυτοκτονώ με πυροβόλο όπλογ) «τού τίναξε μια σφαλιάρα» — τού έδωσε ένα δυνατό χαστούκιδ) «τού τίναξε τη γούνα» — τόν κακοποίησε, τον εξευτέλισεε) «τινάζω τον γιακά μου» — δηλώνει απέχθεια, αποστροφή για κάποιον ή για κάτιστ) «τίναξε τα κώλα» και «τίναξε τα πέταλα» ή, απλώς, «τά τίναξε»(με περιφρονητική ή επιτιμητική χροιά) πέθανεαρχ.1. δονώ, προκαλώ παλμικές κινήσεις («ἀτὰρ ἀσπίδα θοῡριν πρόσθεν ἔχε στέρνοιο τίνασσε δὲ χάλκεον ἔγγος», Ομ. Ιλ.)2. κάνω να πάλλουν οι χορδές μουσικού οργάνου, χτυπώντας τις με το πλήκτρο («νεῡρα κιθάρας τινάσσων», Ανθ. Παλ.)3. μτφ. συνεπαίρνω ή παρασύρω («Ἔρος ἐτίναξέ μοι φρένας», Σαπφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, αρχικός πρέπει να θεωρηθεί ο αόρ. τινάξαι, ο οποίος έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο τ. *κινάξαι (με ανομοιωτική τροπή τού πρώτου κ- σε τ-) < κινῶ*, κίνυμαι (βλ. και λ. ἀκινάκης). Ο ενεστ. τινάσσω έχει σχηματιστεί από τον αόρ. τινάξαι, κατά τα ἀράσσω, πατάσσω. Ο νεοελλ. τ. τινάζω έχει σχηματιστεί από τον αόρ. ετίναξα κατά το σχήμα έκραξα: κράζω].
Dictionary of Greek. 2013.